συνταιριάζω

συνταιριάζω
συνταίριασα, συνταιριάστηκα, συνταιριασμένος, συνδυάζω αρμονικά, τακτοποιώ: Κατόρθωσε να συνταιριάσει τα αντίθετα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συνταιριάζω — Ν [ταιριάζω] 1. ταιριάζω κάτι με κάτι άλλο, συνδυάζω 2. (αμτβ.) προσαρμόζομαι με κάποιον ή με κάτι …   Dictionary of Greek

  • συνταίριασμα — το, Ν [συνταιριάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συνταιριάζω …   Dictionary of Greek

  • διακολλώ — διακολῶ ( άω) (Α) 1. συγκολλώ, συνενώνω με κόλλα 2. συντάσσω με τέχνη, συνταιριάζω με τέχνη …   Dictionary of Greek

  • επισυνδέω — ἐπισυνδέω (Α) 1. συνδέω στην κορυφή («ἐπισυνδεῑν ἄλλα ξύλα») 2. κάνω κάτι περίπλοκο, μπερδεύω περισσότερο («ταῡτα μὲν οὖν οὐ λύει τὴν ἀπορίαν, ἀλλ’ ἐπιξυνδεῑ μᾱλλον», Θεόφρ.) 3. συναρμόζω, συνταιριάζω 4. μέσ. ἐπισυνδέομαι βρίσκομαι σε στενή σχέση …   Dictionary of Greek

  • εφαρμόζω — (ΑΜ ἐφαρμόζω, Α αττ. τ. ἐφαρμόττω, δωρ. τ. ἐφαρμόσδω) 1. προσαρμόζομαι σε κάτι, έχω καλή εφαρμογή, ταιριάζω (α. «πειρήθη δ ἕο αὐτοῡ ἐν ἔντεσι... εἰ οἷ ἐφαρμόσσειε», Ομ. Ιλ. β. «τα σανίδια δεν εφαρμόζουν καλά») 2. θέτω κάτι πάνω σε κάτι άλλο με… …   Dictionary of Greek

  • κορδιάζω — (Μ) 1. (μτβ.) συσχετίζω, συνταιριάζω 2. (αμτβ.) έρχομαι σε συνεννόηση ή κλείνω συμφωνία 3. φρ. «κορδιάζω στοίχημα» κλείνω συμφωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. γαλλ. acorder ή < βεν. acordar] …   Dictionary of Greek

  • συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω …   Dictionary of Greek

  • συνδυάζω — ΝΜΑ ενώνω ανά δύο, βάζω δύο πράγματα κατά ζεύγη (α. «συνδυάζει το τερπνόν μετά τού ωφελίμου», παροιμ. φρ. β. «οἳ συνδυάζουσι πρὸς τὴν ἱππικὴν δύναμιν καὶ τὴν ὁπλιτικήν», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. διευθετώ κατάλληλα ή κάνω κάτι αρμονικό με κάτι άλλο,… …   Dictionary of Greek

  • συνταιριαστός — και συνταιριαχτός, ή, ό, Ν [συνταιριάζω] αυτός που μπορεί να συνταιριαστεί. επίρρ... συνταιριαστά και συνταιριαχτά Ν κατά τρόπο συνταιριαστό …   Dictionary of Greek

  • φιλιάζω — ΝΑ [φιλία] νεοελλ. 1. (αμτβ.) συμφιλιώνομαι, φιλιώνω 2. (μτβ.) συνταιριάζω αρχ. 1. είμαι ή γίνομαι φίλος κάποιου 2. (το θηλ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως κύριο όν.) Φιλιάζουσαι τίτλος μίμου τού Ηρώνδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”